Η ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΜΕΡΑ. ΤΡΙΤΗ ΩΡΑ ΔΥΟ ΚΑΙ ΜΙΣΗ. ΜΑΪΟΥ 29. ΕΤΟΣ 1453.
Ο σημαντικότερος ιστοριογράφος της άλωσης, ο Γεώργιος Σφραντζής ή Φραντζής, ο οποίος ήταν παρών στις ιστορικές εκείνες στιγμές, αλλά και πρωταγωνίστησε, 15 χρόνια μετά την Άλωση, έγραψε το «Μικρόν Χρονικόν» και το «Μεγάλο Χρονικόν» που αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της Βασιλεύουσας αλλά και της οικογένειας των Παλαιολόγων.
Το έργο του υπέστη αλλοιώσεις και παραχαράξεις, παραμένει όμως από τις πλέον αξιόπιστες μαρτυρίες των γεγονότων.
Αυτού του έργου αποσπάσματα παρουσιάζουμε εις μνήμην......
Στις 10 Απριλίου του 1453, ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, καταμέτρησε τον στόλο και τον στρατό ξηράς, ιππείς και πεζούς, και βρήκε ότι διέθετε 420 πλεούμενα, τριήρεις, διήρεις, μονήρεις, δρόμωνες, νήες και πλοία, καθώς και στρατό ξηράς 258.000 μάχιμους άνδρες. Απέναντι στο μέγεθος αυτό των εχθρικών δυνάμεων είχαν αντιπαραταχθεί μέσα στην Πόλη 4.973 άνδρες, χωρίς τους ξένους, που ήταν μόλις 2.000 άτομα.
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ
Κι έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης στις 29 Μαΐου του έτους 1453, ημέρα Τρίτη και ώρα δυο και μισή. Οι Τούρκοι όσους συναντούσαν τους άρπαζαν και τους αιχμαλώτιζαν, ενώ εκείνους που προσπαθούσαν να αντισταθούν τους έσφαζαν. Και η γη σε μερικούς τόπους δεν φαινόταν καθόλου από τους νεκρούς. Το θέαμα που αντίκριζε κανείς ήταν τρομερό, οι θρήνοι πολλοί και ποικίλοι, αμέτρητοι οι ανδραποδισμοί ευγενών αρχοντισσών και παρθένων αφιερωμένων στον Θεό, που σύρονταν ανελέητα από τους Τούρκους πιασμένες από τα μαλλιά της κόμης και τις πλεξούδες της κεφαλής, ενώ αυτές οδύρονταν. Ποιός θα μπορούσε να περιγράψει τις κραυγές και το κλάμα των παιδιών και τη λεηλασία των αγίων εκκλησιών, τη φρίκη που ακουγόταν; Μπορούσε να δει κανείς το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται και να ρίχνεται καταγής. Τα πολύτιμα σκεύη τα άρπαζαν και τα έσπαγαν και άλλα τα έπαιρναν όπως ήταν. Το ίδιο έκαμαν και με τον διάκοσμο των εκκλησιών. Καταπατούσαν τις άγιες εικόνες τις διακοσμημένες με χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Έπαιρναν από αυτές τα κοσμήματα και με τα υπόλοιπα έκαμναν κρεβάτια και τραπέζια. Με τις ιερατικές στολές και τα ενδύματα, που ήταν μεταξωτά και χρυσοΰφαντα, σκέπαζαν τους ίππους, ενώ άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά και έκαμναν ανάρπαστα τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων, καταπατώντας τα άγια λείψανα. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στους ναούς γοερές κραυγές, σκουξίματα ανδρών, θρήνοι γυναικών, τραβήγματα, αιχμαλωσίες, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεβαστοί για την καταγωγή τους ατιμάζονταν, οι πλούσιοι εξευτελίζονταν. Οι πλατείες, οι γωνίες κάθε τόπου πλημμύριζαν από κακουργήματα. Κανένας τόπος δεν έμεινε χωρίς να ερευνηθεί και να μολυνθεί. Ω Χριστέ βασιλιά, σώσε κάθε πόλη και κάθε χωριό, όπου κατοικούν Χριστιανοί, από τέτοια θλίψη και συμφορά. Οι άπιστοι δεν άφησαν άσκαφτο κανένα κήπο ή σπίτι, καθώς έψαχναν για κρυμμένους θησαυρούς. Και βρήκαν παλαιούς και νέους θησαυρούς και άλλα πολύτιμα πράγματα και τα πήραν μαζί τους.
Μόλις η Πόλη πάρθηκε, ο αμηράς (Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής), μπήκε μέσα και αμέσως άρχισε να ψάχνει τον βασιλιά. Δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό του παρά να μάθει αν ζει ή αν πέθανε. Κάποιοι τον πλησίασαν και έλεγαν ότι έφυγε, άλλοι ότι είναι κρυμμένος στην πόλη και άλλοι ότι σκοτώθηκε πολεμώντας. Ο αμηράς όμως θέλοντας να βεβαιωθεί, έστειλε να ψάξουν στο σωρό των σκοτωμένων Χριστιανών και απίστων. Οι απεσταλμένοι έπλυναν πολλά κεφάλια νεκρών, μήπως και αναγνωρίσουν το βασιλικό. Δεν μπόρεσαν όμως να το αναγνωρίσουν, αλλά βρήκαν το πτώμα του βασιλιά, που το αναγνώρισαν από τις βασιλικές περικνημίδες και τα πέδιλα, πάνω στα οποία ήταν ζωγραφισμένοι οι χρυσοί αετοί, όπως συνηθιζόταν για τους βασιλείς. Όταν το έμαθε ο αμηράς χάρηκε κι ευφράνθηκε πολύ. Αμέσως διέταξε και οι παρευρισκόμενοι εκεί Χριστιανοί έθαψαν το βασιλικό σώμα με βασιλικές τιμές. Η διάρκεια ζωής του αείμνηστου, γαληνότατου και μάρτυρα βασιλιά ήταν 49 έτη, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες.
Στις 10 Απριλίου του 1453, ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, καταμέτρησε τον στόλο και τον στρατό ξηράς, ιππείς και πεζούς, και βρήκε ότι διέθετε 420 πλεούμενα, τριήρεις, διήρεις, μονήρεις, δρόμωνες, νήες και πλοία, καθώς και στρατό ξηράς 258.000 μάχιμους άνδρες. Απέναντι στο μέγεθος αυτό των εχθρικών δυνάμεων είχαν αντιπαραταχθεί μέσα στην Πόλη 4.973 άνδρες, χωρίς τους ξένους, που ήταν μόλις 2.000 άτομα.
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ
Κι έτσι οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης στις 29 Μαΐου του έτους 1453, ημέρα Τρίτη και ώρα δυο και μισή. Οι Τούρκοι όσους συναντούσαν τους άρπαζαν και τους αιχμαλώτιζαν, ενώ εκείνους που προσπαθούσαν να αντισταθούν τους έσφαζαν. Και η γη σε μερικούς τόπους δεν φαινόταν καθόλου από τους νεκρούς. Το θέαμα που αντίκριζε κανείς ήταν τρομερό, οι θρήνοι πολλοί και ποικίλοι, αμέτρητοι οι ανδραποδισμοί ευγενών αρχοντισσών και παρθένων αφιερωμένων στον Θεό, που σύρονταν ανελέητα από τους Τούρκους πιασμένες από τα μαλλιά της κόμης και τις πλεξούδες της κεφαλής, ενώ αυτές οδύρονταν. Ποιός θα μπορούσε να περιγράψει τις κραυγές και το κλάμα των παιδιών και τη λεηλασία των αγίων εκκλησιών, τη φρίκη που ακουγόταν; Μπορούσε να δει κανείς το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται και να ρίχνεται καταγής. Τα πολύτιμα σκεύη τα άρπαζαν και τα έσπαγαν και άλλα τα έπαιρναν όπως ήταν. Το ίδιο έκαμαν και με τον διάκοσμο των εκκλησιών. Καταπατούσαν τις άγιες εικόνες τις διακοσμημένες με χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Έπαιρναν από αυτές τα κοσμήματα και με τα υπόλοιπα έκαμναν κρεβάτια και τραπέζια. Με τις ιερατικές στολές και τα ενδύματα, που ήταν μεταξωτά και χρυσοΰφαντα, σκέπαζαν τους ίππους, ενώ άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά και έκαμναν ανάρπαστα τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων, καταπατώντας τα άγια λείψανα. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στους ναούς γοερές κραυγές, σκουξίματα ανδρών, θρήνοι γυναικών, τραβήγματα, αιχμαλωσίες, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεβαστοί για την καταγωγή τους ατιμάζονταν, οι πλούσιοι εξευτελίζονταν. Οι πλατείες, οι γωνίες κάθε τόπου πλημμύριζαν από κακουργήματα. Κανένας τόπος δεν έμεινε χωρίς να ερευνηθεί και να μολυνθεί. Ω Χριστέ βασιλιά, σώσε κάθε πόλη και κάθε χωριό, όπου κατοικούν Χριστιανοί, από τέτοια θλίψη και συμφορά. Οι άπιστοι δεν άφησαν άσκαφτο κανένα κήπο ή σπίτι, καθώς έψαχναν για κρυμμένους θησαυρούς. Και βρήκαν παλαιούς και νέους θησαυρούς και άλλα πολύτιμα πράγματα και τα πήραν μαζί τους.
Μόλις η Πόλη πάρθηκε, ο αμηράς (Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής), μπήκε μέσα και αμέσως άρχισε να ψάχνει τον βασιλιά. Δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό του παρά να μάθει αν ζει ή αν πέθανε. Κάποιοι τον πλησίασαν και έλεγαν ότι έφυγε, άλλοι ότι είναι κρυμμένος στην πόλη και άλλοι ότι σκοτώθηκε πολεμώντας. Ο αμηράς όμως θέλοντας να βεβαιωθεί, έστειλε να ψάξουν στο σωρό των σκοτωμένων Χριστιανών και απίστων. Οι απεσταλμένοι έπλυναν πολλά κεφάλια νεκρών, μήπως και αναγνωρίσουν το βασιλικό. Δεν μπόρεσαν όμως να το αναγνωρίσουν, αλλά βρήκαν το πτώμα του βασιλιά, που το αναγνώρισαν από τις βασιλικές περικνημίδες και τα πέδιλα, πάνω στα οποία ήταν ζωγραφισμένοι οι χρυσοί αετοί, όπως συνηθιζόταν για τους βασιλείς. Όταν το έμαθε ο αμηράς χάρηκε κι ευφράνθηκε πολύ. Αμέσως διέταξε και οι παρευρισκόμενοι εκεί Χριστιανοί έθαψαν το βασιλικό σώμα με βασιλικές τιμές. Η διάρκεια ζωής του αείμνηστου, γαληνότατου και μάρτυρα βασιλιά ήταν 49 έτη, τρεις μήνες και είκοσι ημέρες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου