Μόνος τους σκοπός η ψήφος για την εξουσία την ώρα που η μετανάστευση των Ελλήνων από τη χώρα αποκτά τραγικές διαστάσεις λόγο της ανεργίας και του δουλικού μεροκάματου, ενώ λαθρομετανάστες, μετανάστες και πρόσφυγες μπαίνουν ανεξέλεγκτα στο ξέφραγο αμπέλι που λέγεται Ελλάδα.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το δημογραφικό. Σε μία επταετία ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 360.000, ενώ στην επόμενη 12ετία θα μειωθεί κατά 770.000 και αν οι γεννήσεις κυμανθούν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, το πολύ σε 50 χρόνια θα έχει μείνει ακριβώς ο μισός. Σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή, η τελευταία επίσημη συζήτηση πριν από την περσινή στη Βουλή, για το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, έγινε πριν από περίπου 30 χρόνια.
Δημογραφική πολιτική στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Το ζήτημα δεν ενδιαφέρει τους κυβερνώντες. Το 2005 ιδρύθηκε στο υπουργείο Υγείας το Ινστιτούτο Δημογραφικής Πολιτικής το οποίο δεν λειτούργησε ποτέ και το 2016 οι αρμοδιότητές του απλά μεταφέρθηκαν στο ΕΚΚΕ ( Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών), το οποίο προτείνει την ίδρυση ενός γραφείου δημογραφικής πολιτικής στη Βουλή που θα λειτουργεί κατ’ αναλογία προς το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής και ευθείες παρεμβάσεις από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Εισηγείται δε μια ενεργή πολιτική στήριξης των νέων άτεκνων ζευγαριών για τεκνοποίηση από νωρίς.
Ο Διονύσης Μπαλούρδος, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ, ανέφερε στοιχεία τα οποία δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος στη χώρα μας.
Μεταξύ των άλλων ο κ. Μπαλούρδος ανέφερε: Οι ηλικιωμένοι, 65 και άνω, από 10% του πληθυσμού το 1966 (ποσοστό άνω του οποίου ο πληθυσμός θεωρείται γερασμένος) σήμερα αποτελούν το 21,5% και το 2035 αναμένεται να φτάσουν το 27,9%. Παράλληλα, τα παιδιά έως 15 ετών έχουν συρρικνωθεί από 26% το 1966 σε 14% σήμερα (11% το 2035). Την περίοδο 2011-2017, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική δημογραφική ιστορία μας παρατηρείται μείωση του πληθυσμού λόγω μείωσης των γεννήσεων και αρνητικής μετανάστευσης. Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται (από 7 σε 5,8 εκατ. το 2035, η αντιστοιχία ατόμων εργάσιμης ηλικίας θα είναι 1,4 προς 1 το 2050, από 3 προς 1 σήμερα). Εξελίξεις με σοβαρές επιπτώσεις στην υγειονομική φροντίδα των ηλικιωμένων, στην αγορά εργασίας, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, τα δημόσια οικονομικά. Ο γάμος και η τεκνοποίηση αναβάλλονται, ο δείκτης γονιμότητας πέφτει κάτω από το 1,5, τη λεγόμενη «παγίδα της γονιμότητας», όπου αν μια χώρα βρεθεί, «παγιδεύεται» και η πορεία είναι πλέον μόνο προς τα κάτω, ποτέ προς τα πάνω. Στο 1,5 βρισκόμασταν το 1987, έκτοτε προχωρήσαμε καθοδικά και προσπεράσαμε και το κατώφλι της εξαιρετικά ακραίας χαμηλής γονιμότητας, που είναι το 1,3. Το 1999 ήμασταν στο 1,24. Επιδοματική πολιτική αλλά και η… διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ανέβασαν τη γονιμότητα στο 1,5, μέχρι το 2009. Στη συνέχεια, με την κρίση ο δείκτης κατρακύλησε και πάλι στο 1,3. Με αυτόν τον δείκτη ο πληθυσμός θα μειωθεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, κατά 50% σε 44,3 χρόνια. Αν η γονιμότητα σταθεροποιηθεί στο 1,5, ο πληθυσμός θα μειωθεί στο μισό, σε 64,7 χρόνια. Αν πέσει στο 1,1, η κατά το ήμισυ μείωση του πληθυσμού θα συντελεστεί σε 32,4 έτη (αν δεν επηρεάσει η μετανάστευση).
Ο διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ προτείνει:
Σαφή διαχωρισμό της προνοιακής από την οικογενειακή πολιτική, ώστε να αναδειχθούν πρότυπα που «διαφεύγουν» από τον προνοιακό χάρτη της χώρας. Π.χ. απόκτηση πολλών παιδιών από άτομα της μεσαίας τάξης.
Έμφαση στην πολιτική για την οικογένεια, η οποία να «δένεται» με εφικτά μέτρα, π.χ. κάλυψη των στόχων της Βαρκελώνης (μια θέση σε δημόσιο ή επιδοτούμενο ιδιωτικό παιδικό σταθμό για το 90% των παιδιών 3-6 ετών και το 33% εκείνων κάτω των 3 ετών).
Έμφαση στα δικαιώματα των παιδιών, υποστήριξη της ιδιότητας του γονέα και της ανατροφής των παιδιών και όσον αφορά το έμμεσο κόστος.
Οικογενειακή πολιτική για όλους: α) Άτεκνα ζευγάρια που βλέπουν θετικά και από νωρίς την απόκτηση παιδιών (ενίσχυση για ποιοτική φροντίδα, στέγαση, επαγγελματική ελαστικότητα χωρίς κινδύνους). β) Όσους αποκτούν το δεύτερο παιδί σε σύντομο διάστημα μετά το πρώτο. γ) Τρίτεκνους και πολύτεκνους, με ειδικά μέτρα πέραν εκείνων προνοιακού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με τον Διονύση Μπαλούρδο, καμία πολιτική δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση, μακροχρόνια δέσμευση και απομάκρυνση από πιέσεις και πελατειακά συμφέροντα. Με δεδομένη την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, η οικογενειακή πολιτική της χώρας πρέπει να είναι η κατεξοχήν πολιτική η οποία θα ασκείται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από δημογραφικές «ακρότητες». Τείνει να βιώσει τη χαμηλότερη γονιμότητα που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία, εμφανίζει από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον κόσμο, με αποτέλεσμα να γερνά ταχύτατα, και από τις υψηλότερες τιμές μέσης ηλικίας και αναλογίας ηλικιωμένων στον πληθυσμό.
Οι ηλικιωμένοι, 65 και άνω, από 10% του πληθυσμού το 1966 (ποσοστό άνω του οποίου ο πληθυσμός θεωρείται γερασμένος) σήμερα αποτελούν το 21,5% και το 2035 αναμένεται να φτάσουν το 27,9%. Παράλληλα, τα παιδιά έως 15 ετών έχουν συρρικνωθεί από 26% το 1966 σε 14% σήμερα (11% το 2035).
Ο υψηλός κίνδυνος φτώχειας, η δυσκολία εύρεσης σταθερής δουλειάς, η παρατεταμένη περίοδος που αφιερώνεται στην εκπαίδευση, η έλλειψη υποστηρικτικών πολιτικών που δημιουργεί ισχυρή εξάρτηση από τους γονείς (στην Ελλάδα στο πατρικό ζει το 51,6% των νέων 25-34 ετών) είναι μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν την αργοπορημένη μετάβαση στην ενηλικίωση.
Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους δύο, ακόμη και τρεις φορές, μέχρι αυτά να φτάσουν τα 40 ή και παραπάνω. Έτσι, έχουμε όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία από το 2000 και μετά, η μέση ηλικία γυναίκας κατά την απόκτηση του πρώτου παιδιού μετατοπίστηκε από το 24ο το 1990 στο 32ο έτος σήμερα.
Ενώ περιορίζονται οι πιθανότητες γέννησης άνω του ενός παιδιού ανά ζευγάρι, λόγω αδύναμου κοινωνικού κράτους και δυσχέρειας των γυναικών να συνδυάσουν οικογενειακή και εργασιακή ζωή. Η δημιουργία οικογένειας δεν αποτελεί πλέον αυτονόητη προοπτική για όλους τους νέους. Συχνά η ατεκνία είναι συνειδητή επιλογή. Έτσι το 16,3% των γυναικών, που γεννήθηκαν το 1965, έμεινε άτεκνο. Οι νέοι κοινωνικοποιούνται σε ένα περιβάλλον με λίγα παιδιά, κι αυτό οδηγεί την επόμενη γενιά σε μικρότερο μέγεθος οικογένειας.
Οι μεταβολές στη γονιμότητα ακολουθούν τις μεταβολές στην οικονομία με υστέρηση 1-2 ετών. Διότι δεν είναι μόνο οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι πολύτεκνες και οι άνεργοι που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, είναι και τα παιδιά, οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης, κατάρτισης και τα χαμηλά αμειβόμενα ζευγάρια, όταν οι μισθοί και των δύο δεν κάνουν έναν κανονικό μισθό. Οι γυναίκες χωρίς μόνιμη δουλειά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αποκτήσει παιδί έως τα 35.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το δημογραφικό. Σε μία επταετία ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 360.000, ενώ στην επόμενη 12ετία θα μειωθεί κατά 770.000 και αν οι γεννήσεις κυμανθούν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, το πολύ σε 50 χρόνια θα έχει μείνει ακριβώς ο μισός. Σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή, η τελευταία επίσημη συζήτηση πριν από την περσινή στη Βουλή, για το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, έγινε πριν από περίπου 30 χρόνια.
Δημογραφική πολιτική στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Το ζήτημα δεν ενδιαφέρει τους κυβερνώντες. Το 2005 ιδρύθηκε στο υπουργείο Υγείας το Ινστιτούτο Δημογραφικής Πολιτικής το οποίο δεν λειτούργησε ποτέ και το 2016 οι αρμοδιότητές του απλά μεταφέρθηκαν στο ΕΚΚΕ ( Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών), το οποίο προτείνει την ίδρυση ενός γραφείου δημογραφικής πολιτικής στη Βουλή που θα λειτουργεί κατ’ αναλογία προς το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής και ευθείες παρεμβάσεις από τον εκάστοτε πρωθυπουργό. Εισηγείται δε μια ενεργή πολιτική στήριξης των νέων άτεκνων ζευγαριών για τεκνοποίηση από νωρίς.
Ο Διονύσης Μπαλούρδος, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ, ανέφερε στοιχεία τα οποία δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος στη χώρα μας.
Μεταξύ των άλλων ο κ. Μπαλούρδος ανέφερε: Οι ηλικιωμένοι, 65 και άνω, από 10% του πληθυσμού το 1966 (ποσοστό άνω του οποίου ο πληθυσμός θεωρείται γερασμένος) σήμερα αποτελούν το 21,5% και το 2035 αναμένεται να φτάσουν το 27,9%. Παράλληλα, τα παιδιά έως 15 ετών έχουν συρρικνωθεί από 26% το 1966 σε 14% σήμερα (11% το 2035). Την περίοδο 2011-2017, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική δημογραφική ιστορία μας παρατηρείται μείωση του πληθυσμού λόγω μείωσης των γεννήσεων και αρνητικής μετανάστευσης. Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται (από 7 σε 5,8 εκατ. το 2035, η αντιστοιχία ατόμων εργάσιμης ηλικίας θα είναι 1,4 προς 1 το 2050, από 3 προς 1 σήμερα). Εξελίξεις με σοβαρές επιπτώσεις στην υγειονομική φροντίδα των ηλικιωμένων, στην αγορά εργασίας, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, τα δημόσια οικονομικά. Ο γάμος και η τεκνοποίηση αναβάλλονται, ο δείκτης γονιμότητας πέφτει κάτω από το 1,5, τη λεγόμενη «παγίδα της γονιμότητας», όπου αν μια χώρα βρεθεί, «παγιδεύεται» και η πορεία είναι πλέον μόνο προς τα κάτω, ποτέ προς τα πάνω. Στο 1,5 βρισκόμασταν το 1987, έκτοτε προχωρήσαμε καθοδικά και προσπεράσαμε και το κατώφλι της εξαιρετικά ακραίας χαμηλής γονιμότητας, που είναι το 1,3. Το 1999 ήμασταν στο 1,24. Επιδοματική πολιτική αλλά και η… διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ανέβασαν τη γονιμότητα στο 1,5, μέχρι το 2009. Στη συνέχεια, με την κρίση ο δείκτης κατρακύλησε και πάλι στο 1,3. Με αυτόν τον δείκτη ο πληθυσμός θα μειωθεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, κατά 50% σε 44,3 χρόνια. Αν η γονιμότητα σταθεροποιηθεί στο 1,5, ο πληθυσμός θα μειωθεί στο μισό, σε 64,7 χρόνια. Αν πέσει στο 1,1, η κατά το ήμισυ μείωση του πληθυσμού θα συντελεστεί σε 32,4 έτη (αν δεν επηρεάσει η μετανάστευση).
Ο διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ προτείνει:
Σαφή διαχωρισμό της προνοιακής από την οικογενειακή πολιτική, ώστε να αναδειχθούν πρότυπα που «διαφεύγουν» από τον προνοιακό χάρτη της χώρας. Π.χ. απόκτηση πολλών παιδιών από άτομα της μεσαίας τάξης.
Έμφαση στην πολιτική για την οικογένεια, η οποία να «δένεται» με εφικτά μέτρα, π.χ. κάλυψη των στόχων της Βαρκελώνης (μια θέση σε δημόσιο ή επιδοτούμενο ιδιωτικό παιδικό σταθμό για το 90% των παιδιών 3-6 ετών και το 33% εκείνων κάτω των 3 ετών).
Έμφαση στα δικαιώματα των παιδιών, υποστήριξη της ιδιότητας του γονέα και της ανατροφής των παιδιών και όσον αφορά το έμμεσο κόστος.
Οικογενειακή πολιτική για όλους: α) Άτεκνα ζευγάρια που βλέπουν θετικά και από νωρίς την απόκτηση παιδιών (ενίσχυση για ποιοτική φροντίδα, στέγαση, επαγγελματική ελαστικότητα χωρίς κινδύνους). β) Όσους αποκτούν το δεύτερο παιδί σε σύντομο διάστημα μετά το πρώτο. γ) Τρίτεκνους και πολύτεκνους, με ειδικά μέτρα πέραν εκείνων προνοιακού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με τον Διονύση Μπαλούρδο, καμία πολιτική δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση, μακροχρόνια δέσμευση και απομάκρυνση από πιέσεις και πελατειακά συμφέροντα. Με δεδομένη την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, η οικογενειακή πολιτική της χώρας πρέπει να είναι η κατεξοχήν πολιτική η οποία θα ασκείται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από δημογραφικές «ακρότητες». Τείνει να βιώσει τη χαμηλότερη γονιμότητα που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία, εμφανίζει από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον κόσμο, με αποτέλεσμα να γερνά ταχύτατα, και από τις υψηλότερες τιμές μέσης ηλικίας και αναλογίας ηλικιωμένων στον πληθυσμό.
Οι ηλικιωμένοι, 65 και άνω, από 10% του πληθυσμού το 1966 (ποσοστό άνω του οποίου ο πληθυσμός θεωρείται γερασμένος) σήμερα αποτελούν το 21,5% και το 2035 αναμένεται να φτάσουν το 27,9%. Παράλληλα, τα παιδιά έως 15 ετών έχουν συρρικνωθεί από 26% το 1966 σε 14% σήμερα (11% το 2035).
Ο υψηλός κίνδυνος φτώχειας, η δυσκολία εύρεσης σταθερής δουλειάς, η παρατεταμένη περίοδος που αφιερώνεται στην εκπαίδευση, η έλλειψη υποστηρικτικών πολιτικών που δημιουργεί ισχυρή εξάρτηση από τους γονείς (στην Ελλάδα στο πατρικό ζει το 51,6% των νέων 25-34 ετών) είναι μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν την αργοπορημένη μετάβαση στην ενηλικίωση.
Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους δύο, ακόμη και τρεις φορές, μέχρι αυτά να φτάσουν τα 40 ή και παραπάνω. Έτσι, έχουμε όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία από το 2000 και μετά, η μέση ηλικία γυναίκας κατά την απόκτηση του πρώτου παιδιού μετατοπίστηκε από το 24ο το 1990 στο 32ο έτος σήμερα.
Ενώ περιορίζονται οι πιθανότητες γέννησης άνω του ενός παιδιού ανά ζευγάρι, λόγω αδύναμου κοινωνικού κράτους και δυσχέρειας των γυναικών να συνδυάσουν οικογενειακή και εργασιακή ζωή. Η δημιουργία οικογένειας δεν αποτελεί πλέον αυτονόητη προοπτική για όλους τους νέους. Συχνά η ατεκνία είναι συνειδητή επιλογή. Έτσι το 16,3% των γυναικών, που γεννήθηκαν το 1965, έμεινε άτεκνο. Οι νέοι κοινωνικοποιούνται σε ένα περιβάλλον με λίγα παιδιά, κι αυτό οδηγεί την επόμενη γενιά σε μικρότερο μέγεθος οικογένειας.
Οι μεταβολές στη γονιμότητα ακολουθούν τις μεταβολές στην οικονομία με υστέρηση 1-2 ετών. Διότι δεν είναι μόνο οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι πολύτεκνες και οι άνεργοι που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, είναι και τα παιδιά, οι νέοι εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης, κατάρτισης και τα χαμηλά αμειβόμενα ζευγάρια, όταν οι μισθοί και των δύο δεν κάνουν έναν κανονικό μισθό. Οι γυναίκες χωρίς μόνιμη δουλειά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αποκτήσει παιδί έως τα 35.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου