- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Ο Γερμανός οικονομολόγος Βλαντίμιρο Γκιάτσε, μέλος του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας Centro Europa Ricerche στη Ρώμη, σε άρθρο του στην εφημερίδα Junge Welt, αναφέρει το παιχνίδι που έπαιξε η Γερμανία σε βάρος της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών που περνούσαν κρίση, καταρρίπτοντας τον μύθο ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι πληρώνουν την κρίση στο νότιο τμήμα της ΕΕ.
Γράφει στο άρθρο του ο Γερμανός οικονομολόγος: Το αποτέλεσμα ήταν τόσο ευνοϊκό για το Γερμανικό δημόσιο ταμείο, ώστε ακόμη και σε περίπτωση ολοκληρωτικής πτώχευσης της Ελλάδας, το καθαρό αποτέλεσμα για τη Γερμανία θα ήταν θετικό.
Οι επικριτές της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων στην ΕΕ
χαρακτηρίζονται συχνά ως λαϊκιστές. Ας πάρουμε για παράδειγμα, την
πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών
ομολόγων ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Πόσες φορές έχουμε ακούσει
ότι αυτό είναι ένα δώρο για τους νότιους και μια κλοπή εις βάρος του
Γερμανού φορολογούμενου; Πόσες φορές έχει διατυπωθεί αυτή η κατηγορία
για τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι,
για να τεκμηριωθεί η ανάγκη αύξησης του επιτοκίου και να δοθεί γρήγορα
ένα τέλος στη ποσοτική χαλάρωση.
Λοιπόν, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το Ινστιτούτο Οικονομικής
Έρευνας Centro Europa Ricerche της Ρώμης διεξήγαμε μια απλή
έρευνα τον Ιανουάριο. Αφορούσε στον υπολογισμό της διαφοράς μεταξύ των
επιτοκίων που έχουν πραγματικά καταβάλει τα ευρωπαϊκά κράτη για το
δημόσιο χρέος τους από το 2007 έως το 2017 και το συνολικό ποσόν το
οποίο θα είχαν καταβάλει αν τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων είχαν
παραμείνει σταθερά στο επίπεδο του 2006 και τα επόμενα χρόνια (η Γαλλία
3,9%, η Γερμανία 4,1%, η Ιταλία 4,4%).
Το αποτέλεσμα: Η Γερμανία εξοικονόμησε τους περισσότερους τόκους (280 δισ. ευρώ). Ακολουθούν η Γαλλία (230 δισ. ευρώ) και η Ιταλία (140 δισ. ευρώ). Η συνολική εξοικονόμηση για τη ζώνη του ευρώ είναι πολύ μεγάλη: 950 δισ. ευρώ. Αλλά με περισσότερο από το 70% του ποσού αυτού (περίπου 690 δισ. ευρώ) έχει επωφεληθεί ο λεγόμενος πυρήνας της Ευρώπης, ενώ οι περιφερειακές χώρες, οι λεγόμενες χώρες PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), έχουν επωφεληθεί λιγότερο από το 30% της εξοικονόμησης (περίπου 260 δις. ευρώ).
Η επίσημη επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος ήρθε στις 23 Απριλίου, όταν η «Handelsblatt» ανακοίνωσε το περιεχόμενο της γραπτής απάντησης της υφυπουργού οικονομικών Μπετίνα Χάγκεντομ (SPD) σε ερώτημα του Πράσινου πολιτικού, αρμόδιου για θέματα προϋπολογισμού, Σβεν-Κρίστιαν Κίντλερ. Η «Wirtschaftszeitung» δημοσίευσε επιπλέον νέα στοιχεία της Bundesbank. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η συνολική εξοικονόμηση της νομισματικής ένωσης ανήλθε αθροιστικά μεταξύ 2008 και 2017 σε περίπου 1,15 τρισ. ευρώ - ένα ποσό που είναι ακόμη υψηλότερο από αυτό το οποίο υπολογίστηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας / CER (πιθανόν λόγω των διαφορετικών περιόδων οι οποίες ελήφθησαν υπόψη). Δεν αλλάζει όμως στο βασικό γεγονός, ότι η Γερμανία επωφελήθηκε περισσότερο από τη διευκόλυνση τόκου, με σωρευτική εξοικονόμηση ύψους 294,1 δισ. ευρώ.
Πίσω από αυτόν τον αριθμό δεν βρίσκεται μόνο η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Η ιστορία ξεκινά νωρίτερα: με την ελληνική κρίση. Στις 10 Αυγούστου 2015, το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Λάιπνιτς της πόλης Χάλε (IWH) είχε επισημάνει σε πόρισμα (σχετικής) έρευνας ότι τα πιστωτικά προγράμματα από το 2010 είχαν ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση επιτοκίων για το γερμανικό δημόσιο προϋπολογισμό. Μεταξύ άλλων, αυτό συνέβη επειδή οι επενδυτές κατέφυγαν σε ασφαλή ομόλογα, τα λεγόμενα ασφαλή καταφύγια.
Οι ερευνητές του IWH διαπίστωσαν ότι κάθε αρνητική αναφορά για τις οικονομικές εξελίξεις στην Αθήνα είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερα επιτόκια για τα γερμανικά κρατικά ομόλογα. Αντίθετα, τα επιτόκια των ομολόγων της Ελλάδας και άλλες χώρες που περνάνε κρίση αυξήθηκαν.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ξεκίνησε το 2013 και σχεδιάστηκε για να σώσει το ευρώ. Από αυτή την άποψη, ο Μάρτσελ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου, έχει δίκιο «η Ομοσπονδία, τα κρατίδια, οι δήμοι και οι κοινότητες -και επομένως και ο φορολογούμενος- είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι των χαμηλών επιτοκίων».
Η Γερμανία ευνοήθηκε περισσότερο, επειδή τα κρατικά ομόλογα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν εκείνα που αγοράστηκαν περισσότερο από την ΕΚΤ.
Δυστυχώς, η ακολουθηθείσα από τον πρώην υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (και επιβεβαιωθείσα τώρα κατά τα φαινόμενα από τον διάδοχό του Ολαφ Σολτς) ιδεολογία του «ισοσκελισμένου προϋπολογισμού» εμπόδισε μέχρι στιγμής να χρησιμοποιηθεί αυτό το σε μεγάλο βαθμό αποταμιευθέν ποσόν να διατεθεί για κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις στις υποδομές.
Αυτό είναι απολύτως συναφές με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της γερμανικής άρχουσας τάξης, η οποία επιμένει σε ένα εξαγωγικό μοντέλο που βασίζεται στον μισθολογικό αποπληθωρισμό. Είναι το κόστος αυτής της πολιτικής το οποίο πρέπει στην πραγματικότητα να επωμισθούν οι περισσότεροι Γερμανοί φορολογούμενοι.
ΑΝΤΛΗΣΗ ΠΗΓΗΣ ΑΠΕ-ΜΠΕ
Το αποτέλεσμα: Η Γερμανία εξοικονόμησε τους περισσότερους τόκους (280 δισ. ευρώ). Ακολουθούν η Γαλλία (230 δισ. ευρώ) και η Ιταλία (140 δισ. ευρώ). Η συνολική εξοικονόμηση για τη ζώνη του ευρώ είναι πολύ μεγάλη: 950 δισ. ευρώ. Αλλά με περισσότερο από το 70% του ποσού αυτού (περίπου 690 δισ. ευρώ) έχει επωφεληθεί ο λεγόμενος πυρήνας της Ευρώπης, ενώ οι περιφερειακές χώρες, οι λεγόμενες χώρες PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία), έχουν επωφεληθεί λιγότερο από το 30% της εξοικονόμησης (περίπου 260 δις. ευρώ).
Η επίσημη επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος ήρθε στις 23 Απριλίου, όταν η «Handelsblatt» ανακοίνωσε το περιεχόμενο της γραπτής απάντησης της υφυπουργού οικονομικών Μπετίνα Χάγκεντομ (SPD) σε ερώτημα του Πράσινου πολιτικού, αρμόδιου για θέματα προϋπολογισμού, Σβεν-Κρίστιαν Κίντλερ. Η «Wirtschaftszeitung» δημοσίευσε επιπλέον νέα στοιχεία της Bundesbank. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η συνολική εξοικονόμηση της νομισματικής ένωσης ανήλθε αθροιστικά μεταξύ 2008 και 2017 σε περίπου 1,15 τρισ. ευρώ - ένα ποσό που είναι ακόμη υψηλότερο από αυτό το οποίο υπολογίστηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας / CER (πιθανόν λόγω των διαφορετικών περιόδων οι οποίες ελήφθησαν υπόψη). Δεν αλλάζει όμως στο βασικό γεγονός, ότι η Γερμανία επωφελήθηκε περισσότερο από τη διευκόλυνση τόκου, με σωρευτική εξοικονόμηση ύψους 294,1 δισ. ευρώ.
Πίσω από αυτόν τον αριθμό δεν βρίσκεται μόνο η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Η ιστορία ξεκινά νωρίτερα: με την ελληνική κρίση. Στις 10 Αυγούστου 2015, το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Λάιπνιτς της πόλης Χάλε (IWH) είχε επισημάνει σε πόρισμα (σχετικής) έρευνας ότι τα πιστωτικά προγράμματα από το 2010 είχαν ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση επιτοκίων για το γερμανικό δημόσιο προϋπολογισμό. Μεταξύ άλλων, αυτό συνέβη επειδή οι επενδυτές κατέφυγαν σε ασφαλή ομόλογα, τα λεγόμενα ασφαλή καταφύγια.
Οι ερευνητές του IWH διαπίστωσαν ότι κάθε αρνητική αναφορά για τις οικονομικές εξελίξεις στην Αθήνα είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερα επιτόκια για τα γερμανικά κρατικά ομόλογα. Αντίθετα, τα επιτόκια των ομολόγων της Ελλάδας και άλλες χώρες που περνάνε κρίση αυξήθηκαν.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ξεκίνησε το 2013 και σχεδιάστηκε για να σώσει το ευρώ. Από αυτή την άποψη, ο Μάρτσελ Φράτσερ, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου, έχει δίκιο «η Ομοσπονδία, τα κρατίδια, οι δήμοι και οι κοινότητες -και επομένως και ο φορολογούμενος- είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι των χαμηλών επιτοκίων».
Η Γερμανία ευνοήθηκε περισσότερο, επειδή τα κρατικά ομόλογα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν εκείνα που αγοράστηκαν περισσότερο από την ΕΚΤ.
Δυστυχώς, η ακολουθηθείσα από τον πρώην υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (και επιβεβαιωθείσα τώρα κατά τα φαινόμενα από τον διάδοχό του Ολαφ Σολτς) ιδεολογία του «ισοσκελισμένου προϋπολογισμού» εμπόδισε μέχρι στιγμής να χρησιμοποιηθεί αυτό το σε μεγάλο βαθμό αποταμιευθέν ποσόν να διατεθεί για κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις στις υποδομές.
Αυτό είναι απολύτως συναφές με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της γερμανικής άρχουσας τάξης, η οποία επιμένει σε ένα εξαγωγικό μοντέλο που βασίζεται στον μισθολογικό αποπληθωρισμό. Είναι το κόστος αυτής της πολιτικής το οποίο πρέπει στην πραγματικότητα να επωμισθούν οι περισσότεροι Γερμανοί φορολογούμενοι.
ΑΝΤΛΗΣΗ ΠΗΓΗΣ ΑΠΕ-ΜΠΕ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου